- κάπηλος
- οαυτός που εκμεταλλεύεται ιδανικά για ωφέλειά του: Είναι κάπηλος της θρησκείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάπηλος — retail dealer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
καπήλοις — κάπηλος retail dealer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπήλου — κάπηλος retail dealer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπήλους — κάπηλος retail dealer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπήλων — κάπηλος retail dealer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπήλως — κάπηλος retail dealer masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπήλῳ — κάπηλος retail dealer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλε — κάπηλος retail dealer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλοι — κάπηλος retail dealer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)